Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Το δώρο

- Είμαι ο Γιάννης... ψυχοπαθής εδώ και 28 χρόνια. Ταλαιπωριέμαι στα ιδρύματα, όλη μου την ζωή. Μία βοήθεια παρακαλώ.
Οι παραπάνω λέξεις δεν μπορούν να μεταφέρουν την ένταση και το ρυθμό με τον οποίο μιλούσε. Αμέσως γύρισα να τον κοιτάξω, ψηλός, βλέμμα σκοτεινό.
Μετά την σύντομη εισαγωγή του, άρχισε να περπατά γρήγορα το βαγόνι επαναλαμβάνοντας με ακόμα μεγαλύτερη ένταση (σχεδόν φώναζε): Χρόνια Πολλά, Αγάπη, Χρόνια Πολλά, Αγάπη. Και ξανά και ξανά. Κάπου κάπου άλλαζε την ευχή: Χρόνια Πολλά, Αγάπη ρε παιδιά...
Στην επόμενη στάση κατέβηκα, το ίδιο κι εκείνος που περπατούσε ελαφρώς μπροστά μου και διαγώνια.
- Φωτιά, φωτιά, έχεις κανείς φωτιά; ήταν τώρα τα λόγια του, ξανά και ξανά με τον ίδιο ρυθμό, φωτιά ρε παιδιά, έχει κανείς φωτιά;
Τον προσπέρασα κι όταν πια τον είχα πλάτη με ρωτά:
- Φωτιά, έχεις φωτιά;
- Όχι.
- Δεν πειράζει, χρόνια πολλά.
- Χρόνια Πολλά και γυρνάω προς το μέρος του.
- Αγάπη.
- Αγάπη, ξαναλέω.
- Χρόνια Πολλά.
- Χρόνια Πολλά, επαναλαμβάνω και το ευχαριστιέμαι.
- Αγάπη, συνεχίζει.
- Αγάπη ξανά κι εγώ ακόμα πιο φυσικά.
Και πάλι αυτός ο διάλογος, ξανά και ξανά.
Ένας πακιστανός εμφανίζεται και κρατά ντουντούκες, αυτό όφειλε να είναι το δώρο του Γιάννη.
Κι ενώ εγώ σταμάτησα να εύχομαι εκείνος πλέον ακούγεται από μακριά με φωνή μεγενθυμένη να αναστατώνει το ήρεμο κλίμα των χριστουγέννων λέγοντας ξανά και ξανά:
- Χρόνια Πολλά, Αγάπη ρε παιδιά.
Λίγη υπομονή, όταν τελειώσουν οι γιορτές και τα Χρόνια Πολλά πάνε περίπατο θα μείνει μόνο η Αγάπη.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Απόσπασμα

...Το κρύο μας έκλεισε σπίτι, όσοι είστε μόνοι ξαναγνωρίστε τον εαυτό σας, μετρήστε τα κύτταρα που αλλάξατε, τους νευρώνες στις ιδέες που αναθεωρήσατε. Εκείνοι που μοιράζονται το κρεβάτι να ξανακοιταχτούν στα μάτια κι ας γεμίσουν το ντεπόζιτο πετρέλαιο, να δουν ταινία, να μασήσουν λόγια ερωτικά.
Κάποτε πίστευα πως δεν χωρούσαν τα σώματά μας στο κρεβάτι. Τα φουντωτά σου μαλλιά, μου γαργαλούσαν την μύτη, γυρνούσα πλευρά ξανά και ξανά, σιγοψηνόμουν σε σκέψεις μακρινές από το δωμάτιό μας.
Αρρώστησες κι όταν πια ακούμπησα το μέτωπό σου, η επαφή διέστειλε το στήθος μου 10 πόντους. Τώρα χωράς όταν κοιμάσαι στο στέρνο μου, δεν με βαραίνεις, είσαι ελαφριά όσο η μικρή σου μύτη και το πρωί τα ρουθούνια σου αφήνουν πάνω μου 2 ροζ σημάδια, το ένα της επιθυμίας, το άλλο απ το κραγιόν σου που πάλι ξέχασες να αφαιρέσεις...

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Υπό την επήρεια

Η ιστορία θέλω να είναι χαρούμενη. Να έχει χρώματα κι αισιοδοξία. Τις νύχτες τα χρώματα σβήνουν μα δεν φταίνε, ούτε ο ήλιος που αποσύρεται τις ώρες τις μικρές. Οι οδηγοί που κορνάρουν πριν ανάψει το φανάρι κι η σταγόνα της βροχής που βραχυκύκλωσε τον ήχο της. Ο δρόμος να γυαλίζει παρακαλώ και λίγο κρύο, να σφίγγω τα χέρια γύρω απ το στήθος και την μέση, να μην κρυώνω, να φορώ δερμάτινα, να κάνω το κομμάτι μου. Η μουσική πνίγεται στα μπαρ, αυτό ακριβώς που θέλω να αποφύγω, τα σώματα κινούνται αστεία όταν τα βλέπεις από έξω μα είναι θέμα καθαρά "οπτικής γωνίας". Βουίζει στα αυτιά μου και τα λιώνει κι ένα ποτό για χαλαρό και συνοδεία όταν ξανά θα αντικρύσω την μορφή της. Κι ελπίζω τότε θεέ, εσένα που θυμάμαι την δύσκολη ώρα, να κάνω το σωστό να την γνωρίσω κι αν το βράδυ την φιλήσω, έξω θα έχει πάλι φως κι εκείνα τα χρώματα τα σέπια θα σβήσουν.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Απόφαση

Χτες 23.09.07 και μετά από πολύωρη συνεδρίαση μεταξύ Πέτρου και Παύλου επετράπει η εφαρμογή διαλειμμάτων μεταξύ των κανονικών δημοσιεύσεων στον Διάδρομο.
Ο τίτλος ενός διαλείματος αποτελείται πάντα από την λέξη διάλειμμα και δίπλα ολογράφως ακολουθεί ο αριθμός του διαλείμματος.
Το χαρακτηριστικό των διαλειμμάτων είναι ότι αναφέρονται σε θέματα της καθημερινότητας (κάτι το οποίο δεν φαίνεται στις υπόλοιπες δημοσιεύσεις λες και ζω σε γυάλα), ο λόγος δεν είναι επιτηδευμένος και γίνεται χρήση λέξεων και φράσεων που μπορεί να είναι χυδαίες και να προκαλούν.
Γι αυτό διαβάζετε με προσοχή και δική σας ευθύνη.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Επιφάνεια

- Φωτογράφος λοιπόν, με τι είδους φωτογραφήσεις ασχολείστε;
- Φωτογραφίζω οτιδήποτε, αρκεί να είναι ωραίο.
- Βιαστική απάντηση, χωρίς να θέλω να σας προσβάλλω, το ωραίο είναι κάτι πολύ υποκειμενικό κι αφήνει τις περισσότερες ερμηνείες για το αντικείμενο της φωτογράφησης.
- Αντιθέτως, η λέξη ωραίο καλύπτει πλήρως τις δεκάδες σελίδες λεπτομερών περιγραφών που θα μπορούσα να σας πω ως απάντηση, μα τότε θαρρώ από την μία δεν θα σας έμενε τίποτα να θυμάστε από μένα κι από την άλλη θα φαινόμουν φλύαρος και επιδεικτικός. Το ωραίο περιγράφει έναν άνθρωπο, ένα ζώο, ένα αντικείμενο, οτιδήποτε θα κοιτάζατε μία δεύτερη και τρίτη φορά. Αν βέβαια αυτό το κάτι το θέλατε δικό σας, τότε θα σήμαινε πως αποκτά ιδιαίτερη αξία. Και είμαι σίγουρος, πως αν ρωτούσα τότε γιατί το θέλετε θα μου λέγατε απλά… γιατί είναι ωραίο. Και αυτή σας η απάντηση θα ήταν οικονομία χρόνου γιατί το ωραίο δεν μπαίνει σε μία παράγραφο.
- Περίφημα λοιπόν, καταφέρατε να με πείσετε, μα γιατί τέτοια εμμονή στο ωραίο; Κάτι άσχημο δεν μπορεί να είναι ενδιαφέρον; Εξ άλλου το ωραίο δεν είναι κάτι στατικό, ο χρόνος φθείρει και μεταμορφώνει τα πράγματα. Δεν μπορείς να βασίζεσαι σε μία εικόνα.
- Δεν με νοιάζει, χάσατε το θέμα της συζήτησης. Μπερδέψατε την πραγματικότητα με ένα επάγγελμα που σκοπός του είναι να αντιταχθεί σε αυτήν. Με άλλα λόγια καθήκον μου είναι να αποτυπώσω μία κίνηση, μία έκφραση, το απειροελάχιστο του χρόνου (που φθείρει), σε μία εικόνα που προκαλεί συναισθήματα. Αν καταφέρω να το κάνω αυτό τότε λύνω και το παράπονο της παραπάνω διατύπωσής σας. Επιπλέον θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι μία για πάντα. Το ωραίο δεν είναι το εύμορφο, το ωραίο αγκαλιάζει όλες τις μορφές. Ο συνδυασμός των μορφών είναι αυτό που θα καθορίσει το αποτέλεσμα.
- Είστε απόλυτος στα λόγια σας και δεν αφήνετε περιθώρια παράπλευρων ερμηνειών. Δεν νομίζετε πως πρέπει να αλλάξετε; Αισθάνομαι, παρόλο που σας ξέρω ελάχιστα, πως θα πρέπει να δείτε τα πράγματα πιο ελαστικά.
- Αλήθεια είναι αυτό που βλέπουμε! Μην με μπερδεύετε, σας παρακαλώ…
- Να σας βγάλω μία φωτογραφία;
- Θέλετε να αλλάξουμε ρόλους;
- Ναι.
- Μα με φωτογραφίσατε ήδη.
- Πότε;
- Όταν μπήκα σε αυτό το μπαρ.
- Και μετά;
- Μετά τίποτα, μείνατε στην επιφάνεια και κοιμηθήκατε ήσυχη, όπως κάθε βράδυ.

Ιστορία εκτός χρόνου

Το καλοκαίρι ξεγυμνώνει τις επιθυμίες, κι όσοι είναι συγκρατημένοι υποφέρουν κάτω από τα λεπτά τους ρούχα. Βλέπω το φως να αποτυπώνει τυχαία σχέδια άλατος επάνω σου, αυτό του αυτοκινήτου στο φανάρι ή της ίδιας της θάλασσας στην χρυσή παραλία.
Δεν μπορώ να αρνηθώ πως σε θέλω, το καλοκαίρι ήρθε κι είναι η εποχή μας. Είναι κρίμα να υποκρίνεσαι στα λινά υφάσματα. Σε περίμενα πίσω από την βάρκα να σε φιλήσω, δεν ήρθες κι εγώ κρύωνα στην αναμονή του πρώτου φιλιού.
Βούτηξα και τολμώ να πω πως αυτοσκοπός ήταν να διακρίνω τα απόκρυφα σημεία σου στο γκρίζο μπλε, κάτω από το δέρμα που έχει ήδη ανατριχιάσει από το κρύο ρεύμα.
Το έκανα κι εσύ γέλασες, το ήξερες από πριν και συνέχισες να κρύβεσαι στα λεπτά ρούχα.
Είναι γεγονός πως τα βυζιά στις παραλίες ήταν 2 φορές όσα τα αιδοία και στο σύνολό τους αμέτρητα σαν σμήνος. Πολύ εύκολα θα χανόμουν σε αυτά, δεν το κάνω από ανάγκη που μένω μαζί σου, διακρίνω μοναδικά ανάμεσα τους τα δικά σου και το μικρό σου κεφάλι.
Αυτό είναι ταλέντο σπάνιο, μην το ξεχνάς.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Μούστος

Πολεμώ με σύμμαχο τις λέξεις τις ίδιες μου τις σκέψεις. Τις σηκώνω από το σβέρκο όταν διασχίζουν τους νευρώνες του μυαλού, άλλες τις πετώ στο πάτωμα κι άλλες τις ξορκίζω στο χαρτί. Κι η μάχη μοιάζει άνιση, απαιτεί κόπο και ιδρώτα, όχι μόνο αυτόν της ζέστης του καλοκαιριού αλλά κι αυτόν που προέρχεται από την προσπάθεια αποτύπωσης από το ίδιο το μυαλό που αρχικά τις δημιούργησε...

Απαιτεί κι απομόνωση, ίσως και κάποιο τσιγάρο κι ας μην καπνίζω.

Οι μέρες με τον ήλιο στην πλάτη μόλις που φαίνονται στον ορίζοντα, μα τα αισθητήριά μου φορτίστηκαν. Ο Σεπτέμβρης καλεί τα σύννεφα. Και τώρα εξορισμένος στο σπίτι κοιτώ την βροχή κι όσους τρέχουν χωρίς ομπρέλλα. Οι κεραυνοί του φθινοπωρινού ουρανού καταλύουν μέσα μου μία αντίδραση τόσο εξώθερμη που τα μάτια κοκκινίζουν. Οι εμπειρίες μου περνούν το πατητήρι της καρδιάς σχεδόν αυτόματα και τα πρώτα αρώματα του δικού μου συναισθηματικού μούστου με γεμίζουν ανείπωτη χαρά (και λύπη), το σώμα μουδιάζει, ζω ξανά, σκύβω, δακρύζω, ακουμπώ το κεφάλι στο θολωμένο τζάμι, το μέτωπο μου δροσίζεται, κλείνω τα μάτια κι ακούω την βροχή.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

Δοκιμή

Αν και τα βιολιά μιμούνται τον ήχο των κουνουπιών σε αυτό το ξέφρενο tango, να το χορέψετε, ίσως τελικά αποδείξετε πως αυτά τα έντομα της καθημερινότητας όχι μόνο δεν σας ενοχλούν, αλλά αποτελούν αφορμή να ενωθείτε αρμονικά με την κυρία σας, πάνω σε αυτό το παραλιακό γκαζόν. Κι αν εν τέλει κάποιο από αυτά καταφέρει το στόχο του ακριβώς κάτω από το στήθος, θα θεωρήσουμε πως ήταν κι αυτό μέρος του χορού και θα ξαναπροσπαθήσουμε αλλάζοντας τα βήματα και τα ποτά.
Η μουσική έχει ήδη ξεκινήσει, είναι κρίμα να χάσετε τα πρώτα μέτρα καθήμενοι, πόσο μάλλον ακούγοντας εμένα και τις υπερβολικές αναλύσεις μου. Σας είπα 2 λόγια, μα χωρίς συναίσθημα η συνταγή μένει μισή κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να βιάσω από εσάς.
Μέτρο τρίτο, εδώ μπαίνετε…
Α, κι αν χάσετε το βήμα, χαμογελάστε της, ούτε που θα το καταλάβει.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Ο Παύλος

Τον θυμάμαι αυτόν τον τοίχο, ζεστός σαν τα καλοκαίρια που πέρασαν, κι αυτά τα σημάδια του ιδρώτα πρέπει να είναι δικά μου... Όχι, δεν τον έχτισα μόνος. Ο Παύλος ήταν πάντα συνεργάτης. Μικρός ακόμα καθοδηγούσε τα χέρια μου, μα νομίζω πως συχνά γελούσε πίσω από την πλάτη μου. Δεν είδα ποτέ τα λακκάκια στο πρόσωπο, δεν γέλασε ποτέ κατάματα και πιστεύω πως αυτός ήταν και ο λόγος που δεν τον έδιωξα ποτέ από κοντά μου. Ήταν επειδή οι αμφιέσεις ήταν αγαπημένη συνήθεια στις επιδρομές στο καναπέ μου, πάντα ξημερώματα, πάντα καλυμμένος από τις καρναβαλικές του μάσκες άκουγα το φυσητό από το γέλιο, ίσως και την ικανοποίηση του, όταν με πίεζε πολύ. Θυμάμαι την μάσκα της συνείδησης, τρομακτική κι αυστηρή κι εκείνη του μίσους, για πράγματα που απλά συνέβησαν χωρίς εμένα. Τούβλο πρώτο, λάσπη, κι άλλο τούβλο. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες… ανάμεσα στην απόφαση, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα, τοποθετούσα τα κβάντα αυτού του περίεργου κατασκευάσματος. Δεν έχω τα σχέδιά του. Τα αγνοώ στο θολό φως του χρόνου, δεν βλέπω στο βάθος και πίσω, όχι μόνο έχω κάνει πολλές στροφές από τότε, μα η ανάμνηση αδυνατίζει και θυμάμαι πρόσωπα με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά που απομένουν μόνα στις δεξαμενές της και σιγά-σιγά ξεπλένονται. Ο Παύλος πάντα κρατούσε ημερολόγιο κι έρχεται ακόμα να κλείσουμε το μήνα. Εκεί μόνο, στις κίτρινες σελίδες αυτού του βιβλίου μπορώ να δω, πίσω από τις στροφές που έχτιζα, εκείνες τις στιγμές που αδυνατώ να επιστρέψω.
Ο Παύλος παρόλο που κάθεται απέναντί μου (πολλές φορές σαν φίλος), έρχεται απρόσκλητος το βράδυ και νομίζω πως τελικά παίζει με εμένα, αφήνοντάς με να ζω την καθημερινότητα ενώ εμφανίζεται με τα καλά του μόνο στις μεγάλες απολαύσεις.
Εμφανίστηκε εχτές, μετά από μία μεγάλη νύχτα, περίπου στις 5 το πρωί. Πάντα τον βλέπω αφού έχει εισβάλλει στον χώρο μου. Δεν ξέρω από πού μπαίνει, σίγουρα πάντως δεν του έχω δώσει κλειδιά. Μάλλον ζει στην ντουλάπα, ίσως είναι πάντα μέσα σε αυτό το σπίτι κι εμφανίζεται μόνο στο φως την πανσελήνου.
Βγάζει το ημερολόγιο, πρέπει να κλείσουμε το μήνα. Νυστάζω, λέω, και προφανώς με αγνοεί.
Παίρνω το ημερολόγιο, χοντρό όσο τα χρόνια μου. Αρχίζω να ξεφυλλίζω τις μέρες και τα χρόνια, τις μέρες του πάθους, τα κατορθώματά μου, τα λάθη σημειωμένα άλλοτε με μεγάλα γράμματα, κόκκινα γράμματα πάνω σε μαύρα και μετά ξανά διορθώσεις κι ανάλυση, θέματα ανοιχτά, θέματα εκκρεμή με βαραίνουν. Κακό, πολύ κακό και θέλω να το πετάξω μακριά ετούτο το βιβλίο, μα εκείνος γελά και το σφίγγει στο χέρι μου. Μου ψιθυρίζει στο αυτί: Πιο πίσω, πιο πίσω… Τον κοιτάζω με έκπληξη και βλέπω πως δεν φορά μάσκα! Το κεφάλι μου βαραίνει, ποιος του έβγαλε την μάσκα;! Κοκκινίζω, αισθάνομαι ευάλωτος.
Πιο πίσω είναι χρόνια μακρινά, οι σελίδες κιτρινίζουν, έχω ξεχάσει, χρόνια 96,97,98. Αναρωτιέμαι τα βράδια που πηγαίνουν όλοι μέσα στα αυτοκίνητα. Δουλεύουν σκέφτομαι, δεν γράφουν διαγωνίσματα, κάνουν παιδιά, βγαίνουν το βράδυ. Εγώ πρωί -απόγευμα στο σχολειό, διαγώνισμα, σπίτι, φροντιστήριο και μερικά φιλιά στα πάρκα ώρες ατελείωτες. Και μετά υποσχέσεις, χα χα, ακόμα και γράμματα. Τον κοιτάζω με απορία, αυτά εδώ έχουν πεθάνει λέω, δεν τα θυμάμαι καν, τί θες;
Δεν απάντησε κι έφυγε απ το παράθυρο της κουζίνας.
Σήμερα έπιασα τον εαυτό μου να ψηλώνει μέσα στο αυτοκίνητο 2 με 3 πόντους λόγω ζέστης. Και να ιδρώνω, όπως εκείνοι οι άγνωστοι πριν χρόνια, αλάτι στο μέτωπο από τον ιδρώτα, οι ρόδες στρίβουν και μετά τις διασταυρώσεις και τα κορναρίσματα φτάνω στο σπίτι. Εκείνοι οι άγνωστοι, απλά, πήγαιναν στο σπίτι τους…
Κι οι υποσχέσεις; Κι οι «χαζοί» έρωτες; Πώς μπορώ να δώσω κάτι σε κάποιον που με γυρνά τόσο πίσω που δεν θυμάμαι; Μάλλον θυμάμαι… μα το ρίσκο είναι μεγάλο, δεν μπορώ να απαντήσω τώρα, πρέπει να υπολογίσω, να δω τον εαυτό μου, δώστε μου λίγο χρόνο.
Δώστε τον Παύλο πίσω και μία μάσκα, μία μάσκα για εμένα, να κρύβει τις επιθυμίες κάτω απ’ τα λεπτά καλοκαιρινά ρούχα... Μία μάσκα κι άλλη μία καλή δικαιολογία.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

Φως

Με καλύπτουν τρεις σειρές παχιά γκρίζα σύννεφα, μα η ζέστη με πνίγει σε αυτό το αλλόκοτο ανοιξιάτικο τοπίο. Καθισμένος σε κυριακάτικο παγκάκι, λιώνω τα λεπτά στο παγωτό που κρατώ και μετρώ τα δευτερόλεπτα κοιτώντας στον ουρανό, το γκρίζο και πάλι γκρίζο. Καμία τρύπα διαφυγής προς το φως κι αρχίζω να υπολογίζω την δύναμη της θέλησής που χρειάζεται ώστε μία σκέψη μου να διαπεράσει τα σύννεφα και να βγει στο φως που περιμένει από πάνω. Μία σταγόνα βροχής με πετυχαίνει ανάμεσα στα μάτια κι αμέσως ανακαλεί τα σχέδιά μου.
Περίεργος καιρός, πολύ περίεργος κι όμως θυμάμαι καλά πως οι ανοιξιάτικες μέρες μοίραζαν φως στις νύχτες δωρεάν. Για τις καλοκαιρινές νύχτες δεν το συζητώ, εκείνες αφήναν πάντα ένα φως αναμμένο...
Αυτό το φως ήταν ίδιο με τις αντανακλάσεις από το σκουλαρίκι της, γυρνώντας αδέξια πολλές φορές το κεφάλι, εκείνο καθρέπτιζε τις επιθυμίες μου και σε κάθε του λάμψη, μου θύμιζε να φωτογραφίζω και να αποθηκεύω στιγμές για τις μέρες που θα ‘ρθουν.

Σάββατο 28 Απριλίου 2007

Graffiti

Περιεργάζομαι μία στρογγυλή κονκάρδα. Την περνώ από το ένα δάκτυλο στο άλλο περιστρέφοντάς την. Κι όταν σταματώ, γλιστράω αργά τον αντίχειρα μου στην λεία επιφάνειά της. Ανιχνεύω κάθε ανωμαλία στην κατασκευή και φτάνω μέχρι τις άκρες, εκεί που το πλαστικό επικάλυμμα ζαρώνει για να αγκαλιάσει το σιδερένιο της σώμα. Στο πίσω μέρος απουσιάζει η πολυτέλεια της πρόσοψης. Τα δάχτυλά γδέρνουν την τραχιά επιφάνεια και σκοντάφτουν στην παραμάνα που αναζητά αντικείμενο για πρόσδεση. Κι όλα αυτά δια της αφής, γιατί αφού την κοίταξα, την διάβασα και σκέφτηκα, δεν κατάλαβα τη σημασία της κύριας λέξης αυτού του δώρου.

Κι ύστερα επιστράτευσα τις μεγάλες δυνάμεις. Με μάτια πάντα κλειστά, ταξίδεψα όλο τον δρόμο πίσω στον αποστολέα αλλά πρώτα με διάλλειμα στον μεταφορέα. Ένα απόγευμα το δικό μου αυτοκίνητο την μετέφερε εν αγνοία μου μέσα σε βαλίτσα και περιγραφές από χώρα μακρινή, κτίσματα και πολλές φωτογραφίες. Ένα αεροπλάνο προσγειώνεται με την κονκάρδα στην ίδια βαλίτσα. Κι ύστερα πετά χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι ένα σπίτι και μια κουρτίνα που ποτέ δεν έχω δει. Εκεί ήταν. Καρφωμένη.

Έπειτα ένας διάλογος τις πρώτες πρωινές ώρες, κουρασμένα σώματα, ουσίες ναρκωτικές και μία ιδέα για δώρο. Αυτό είναι. Η κονκάρδα αφαιρείται απ την κουρτίνα και δωρίζεται σε μένα. Αγνοώντας την ύπαρξη της μέχρι σήμερα, αυτή η κονκάρδα φτάνει στα δάκτυλα μου. Κι είναι όλα αυτά τόσο παράξενα… Το χρώμα της κουρτίνας, το αεροπλάνο, οι δρόμοι γύρω από το σπίτι, η έξοδος εκείνο το βράδυ, τα πρόσωπα, οι διάλογοι, υπήρξαν και υπάρχουν, μα όχι όπως τα φαντάστηκα στο δικό μου ταξίδι. Το μόνο πραγματικό, αυτό που κρατώ στην γροθιά μου, ο καταλύτης όλων, ήταν ένα δώρο ασήμαντης αξίας. Μία κονκάρδα. Κι αυτό που έκανα δεν ήταν έγκλημα, ούτε υπερβολή.

Ήταν ένα graffiti στον διάδρομό μου, αποκλειστικά δικής μου έμπνευσης και τεχνοτροπίας. Ομορφαίνει το δικό μου τοίχο κι έχει ημερομηνία κάπου στο Πάσχα.

Το τηλέφωνο μου χτυπά. Η άγνωστη λέξη σημαίνει: «το ίδιο». Κι η χαρά μου πλέον είναι διπλή. Μία για το graffiti και μία για την πραγματική σημασία του δώρου που κρατώ στο χέρι.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2007

Παίζοντας

Μεγάλος πιανίστας, δάχτυλα λεπτά αλλά μυώδη, με έκταση και βλέμμα τρελό. Διάλεγε έργα δύσκολα για να ξεχωρίζει (- επιταγή των καιρών). Παπιγιόν και φως στην μεγάλη παράσταση. Στάση όρθια, ομιλία απαγορευμένη. Κοίταζε κοσμήματα λαμπερά στο κοινό και μετά στροφή, βήματα τρία και κάθισμα μπροστά στο μέσο έκφρασης. Από πίσω σκίσιμο στο φράγκο, λάδι στο μαλλί και χτένισμα ασταθές, επιρρεπές στο πρώτο πάθος της μελωδίας. Έπαιζε στους πλουσιότερους μελωδίες πλούσιες, τα λεφτά για τα λεφτά. Φυσικά άνθρωπος μονοδιάστατος, χαμένος σε παρτιτούρες και παλλόμενες χορδές. Μα τις τρίλιες τις έπαιζε εκτός χρόνου. Το μοναδικό του ελάττωμα. Έκρυβαν (κάποτε τόλμησε να πει) τις κρυφές μας επιθυμίες. Ανωμαλίες, πράγματα που ξεφεύγουν από το φυσιολογικό. Τις συναντάς σπάνια και προσπερνάς γρήγορα για να ακούσεις πριν επιθυμήσεις. Αυτός ήταν κι ο λόγος που έκλεινε τα μάτια. Φοβόταν μην χυθούν μέσα από το καπάκι του δεκάμετρου πιάνου και τον φιλήσουν στο στόμα. Τον πίεσα να μου πει, δεν τα κατάφερα. Ο καφές που ήπια στέγνωσε πικρός στη γλώσσα. Η συναυλία τελείωνε κι ο ίδιος τώρα πάλι όρθιος έσκυβε για το χειροκρότημα. Ιδρωμένος, μες στα λάδια απτό μαλλί, ένας αόρατος παπάς τον βάφτιζε στο μεγάλο φινάλε. Τον παράτησα, κι άρχισα να παίζω μόνος μου στο σπίτι ώρες ακατάλληλες, αντίδραση στην δική του υποταγή. Να τα ευρήματα…

Νότα παρεστιγμένη, στιγμή που σκόνταψε. Νότα απλή, ο αφανής ήρωας της μελωδίας. Παύση, το παιδί κοιμάται. Νότα – παύση – νότα, ξέχασα τι ήθελα, συγγνώμη. Νότα με κορόνα, άκου τις χορδές να σβήνουν - μείνε για πάντα. Παύση με κορόνα, αγενής επιστροφή στην πραγματικότητα.

Τρίλια, άγνωστο συνονθύλευμα.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Θέματα προσωπικά

Κοιτώ το πρόσωπό μου στον καθρέπτη. Εικόνα της ψυχής μου προς τα έξω, ή σάρκα πάνω σε οστά; Στα δεξιά ένα σπυράκι, κέντρο ψηλά μία άσπρη τρίχα, κάτω απ το μάτι μία ρυτίδα και τα έργα επί προσώπου συνεχίζονται… Ο χρόνος χτίζει πάνω μου τα σημάδια της ζωής. Φοβερός οικουμενικός τεχνίτης. Ο αθάνατος δημοκράτης της ζωής. Καμία διάκριση, ισότητα στην φθορά. Εγγυημένο αποτέλεσμα.

Κοιτώ το πρόσωπό μου στον καθρέπτη κι ένας γιατρός με άσπρη ρόμπα περιθάλπει πρόσωπα τραγικά. Θέλουν, λένε, μία δεύτερη ζωή. Και δωροδοκούν τον χρόνο όσο-όσο. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, τα λεφτά δεν είναι ποτέ αρκετά. Κάποιες αντιδράσεις χημικές δεν αντιστρέφονται, οξύ και βάση, άλας και νερό, μα όχι το αντίθετο. Μόνο μπαλώματα σε γερασμένα δέρματα.

Κοιτώ το πρόσωπό μου στον καθρέπτη κι αρχίζω να ζηλεύω. Ζηλεύω εμένα χτες, εμένα προχτές, εμένα την στιγμή που αντίκρισα αυτόν τον κόσμο. Κι είναι τόσο το μίσος που ο καθρέπτης σπάει και η μορφή μου χάνεται μες στα κομμάτια του. Δεν κοιτώ πουθενά πλέον, μία αλάνα απλώνεται μπροστά μου κι αφού διαλέξω μία πορεία (ποιος θα μπορούσε να πάει παντού εξ άλλου;) σηκώνω τοίχους. Στον διάδρομο που χτίζω είναι άνοιξη. Το πρωί μυρίζουν λεμονιές, το βράδυ νυχτολούλουδα κι αν με πιάνει αλλεργία καμιά φορά το χαίρομαι, γιατί όταν φταρνίζομαι σπάω καθρέπτες και τραντάζομαι τόσο, όσο χρειάζεται για να νοιώσω πως είμαι ακόμα ζωντανός.

Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Διαδρόμων συνέχεια...

Κάθε διάδρομος κι ένας άνθρωπος, κάθε άνθρωπος και μία πορεία και κάπου στην γωνία, διάδρομοι αδειανοί από εκείνους που περάσανε και φύγαν. Κι όλες αυτές οι διαδρομές, από το δευτερόλεπτο ζωής που μόλις πέρασε και πίσω, διαγραμμένες απ τον χρόνο που κινείται σε ευθεία. Από ψηλά οι διαδρομές μας, μοιάζουν μουντζούρες σβησμένες από χοντρό μαύρο μαρκαδόρο (τον χρόνο).
Οι άνθρωποι σκαλίζουν τρύπες στους τοίχους των διαδρόμων. Μία συνήθεια σπάνια αλλά αληθινή. Και μένουν οι διάδρομοι πυροβολημένοι από την επιθυμία. Πίσω από τους τοίχους που έχτισαν με κόπο αναζητούν με το δικό τους μάτι, όπως τα παιδιά κρυμμένα στην ντουλάπα, άλλα μάτια, υγρά, που κοιτούν με αγωνία για κάτι ζεστό. Είναι τα σώματα και οι ψυχές τους που ζεσταίνουν τους τοίχους των διαδρόμων… Και πλάτη-πλάτη πολλές φορές ακουμπισμένοι άνθρωποι σε γειτονικούς διαδρόμους, νοιώθουν μία ζέστη διαφορετική από αυτήν της ηλεκτρικής σόμπας, της θερμάστρας των 100 ευρώ. Είναι το ανθρώπινο σώμα του διπλανού διαδρόμου.
Άλλοι θαρραλέοι χτίζουν διαδρόμους μόνο για την επαφή, δίνοντάς τους σημασία περισσότερη από αυτή μίας τυχαίας συνάντησης που έγινε και έμεινε απλά. Χτίζουν διαδρόμους αντικριστούς, εξ ορισμού για την προσέγγιση. Και το προσπαθούν μέχρι τέλους ώστε τα σώματά τους να ακουμπήσουν, κι ίσως τότε κλαίνε λίγο γιατί ανακουφίζονται που τόσα χρόνια ήταν μόνοι, γιατί το τούβλο είναι κρύο το χειμώνα κι εμείς είμαστε άνθρωποι. Και τότε μπερδεμένοι, όταν κοιτούν τον άλλο στα μάτια φοβούνται και μένουν σιωπηλοί. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω τι, μα καπνίζοντας τσιγάρα χτίζουν ξανά τοίχους, ίσως είναι το συναίσθημα μεγαλύτερο από τις αντοχές μας. Ίσως πάλι απλά, είμαστε δειλοί…

Σάββατο 7 Απριλίου 2007

Μανιφέστο

Λοιπόν ( αυτή η λέξη πάντα μου δημιουργεί έντονο ενδιαφέρον, εστιάζω την προσοχή μου και περιμένω να ακούσω κάτι μεγάλο, αν όμως θέλω να είμαι ακριβής υπάρχουν και λοιπόν που καίνε και τρομάζουν, τα περίφημα λοιπόν του καθηγητή της πρώτης πρωινής ώρας στο σχολείο που οδηγούν στο ωριαίο τεστ, τα περίφημα συμπερασματικά λοιπόν των διαλόγων πριν τους χωρισμούς και τα λοιπόν που λείπουν από την ζωή μας γιατί ποτέ δεν φτάσαμε σε ουσιώδη συμπεράσματα. Κάπου εκεί λες: Ε λοιπόν, άντε και γαμήσου. Και το ρίχνεις στο σεξ. Προσοχή! Όχι στον έρωτα, ο έρωτας κρύβει τα λοιπόν των χωρισμών και σας προτείνω να τα αποφύγετε όσοι είστε ευαίσθητοι σαν κι εσάς. Το σεξ είναι ασφαλές και η επανάληψή του διασφαλίζεται με σώμα κατά πλειοψηφία (????) του αντίθετου φύλου και χρήση latex καπότας. Ελπίζω αυτή να ήταν η πρώτη και τελευταία παρένθεση τέτοιου μεγέθους που θα χρησιμοποιήσω. ) θέλω να ξηγηθώ.

Διάδρομος, στενό πέρασμα που ορίζεται μεταξύ πολύ ψηλών τοίχων ασκέπαστων ή όσο χαμηλών θέλετε με σκέπασμα. Αν τον προτιμάτε με σκέπασμα μην τον χαμηλώσετε πολύ για να χωράτε κι αν είστε χοντροί φροντίστε ανάλογα το λίπος σας. Περί του ορισμού του διαδρόμου έχω να προσθέσω πως στην περίπτωση της ασκέπαστης έκδοσης οι τοίχοι είναι πανύψηλοι για να μην μπορούν έξυπνοι μαλάκες να τους πηδάνε χωρίς να περνάνε τις δυσκολίες της διαδρομής οι οποίες ορίζονται από την βρώμα των διαδρόμων, το μήκος τους, τους θορύβους που ακούγονται και το αν οδηγούν τελικά κάπου.

Ενώστε τους διαδρόμους σας όπως θέλετε. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός σε αυτό. Το αποτέλεσμα είναι μία διαδρομή κι αυτό είναι το blog μου.

Καλώς ήρθατε.