Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

Δοκιμή

Αν και τα βιολιά μιμούνται τον ήχο των κουνουπιών σε αυτό το ξέφρενο tango, να το χορέψετε, ίσως τελικά αποδείξετε πως αυτά τα έντομα της καθημερινότητας όχι μόνο δεν σας ενοχλούν, αλλά αποτελούν αφορμή να ενωθείτε αρμονικά με την κυρία σας, πάνω σε αυτό το παραλιακό γκαζόν. Κι αν εν τέλει κάποιο από αυτά καταφέρει το στόχο του ακριβώς κάτω από το στήθος, θα θεωρήσουμε πως ήταν κι αυτό μέρος του χορού και θα ξαναπροσπαθήσουμε αλλάζοντας τα βήματα και τα ποτά.
Η μουσική έχει ήδη ξεκινήσει, είναι κρίμα να χάσετε τα πρώτα μέτρα καθήμενοι, πόσο μάλλον ακούγοντας εμένα και τις υπερβολικές αναλύσεις μου. Σας είπα 2 λόγια, μα χωρίς συναίσθημα η συνταγή μένει μισή κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να βιάσω από εσάς.
Μέτρο τρίτο, εδώ μπαίνετε…
Α, κι αν χάσετε το βήμα, χαμογελάστε της, ούτε που θα το καταλάβει.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Ο Παύλος

Τον θυμάμαι αυτόν τον τοίχο, ζεστός σαν τα καλοκαίρια που πέρασαν, κι αυτά τα σημάδια του ιδρώτα πρέπει να είναι δικά μου... Όχι, δεν τον έχτισα μόνος. Ο Παύλος ήταν πάντα συνεργάτης. Μικρός ακόμα καθοδηγούσε τα χέρια μου, μα νομίζω πως συχνά γελούσε πίσω από την πλάτη μου. Δεν είδα ποτέ τα λακκάκια στο πρόσωπο, δεν γέλασε ποτέ κατάματα και πιστεύω πως αυτός ήταν και ο λόγος που δεν τον έδιωξα ποτέ από κοντά μου. Ήταν επειδή οι αμφιέσεις ήταν αγαπημένη συνήθεια στις επιδρομές στο καναπέ μου, πάντα ξημερώματα, πάντα καλυμμένος από τις καρναβαλικές του μάσκες άκουγα το φυσητό από το γέλιο, ίσως και την ικανοποίηση του, όταν με πίεζε πολύ. Θυμάμαι την μάσκα της συνείδησης, τρομακτική κι αυστηρή κι εκείνη του μίσους, για πράγματα που απλά συνέβησαν χωρίς εμένα. Τούβλο πρώτο, λάσπη, κι άλλο τούβλο. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες… ανάμεσα στην απόφαση, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα, τοποθετούσα τα κβάντα αυτού του περίεργου κατασκευάσματος. Δεν έχω τα σχέδιά του. Τα αγνοώ στο θολό φως του χρόνου, δεν βλέπω στο βάθος και πίσω, όχι μόνο έχω κάνει πολλές στροφές από τότε, μα η ανάμνηση αδυνατίζει και θυμάμαι πρόσωπα με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά που απομένουν μόνα στις δεξαμενές της και σιγά-σιγά ξεπλένονται. Ο Παύλος πάντα κρατούσε ημερολόγιο κι έρχεται ακόμα να κλείσουμε το μήνα. Εκεί μόνο, στις κίτρινες σελίδες αυτού του βιβλίου μπορώ να δω, πίσω από τις στροφές που έχτιζα, εκείνες τις στιγμές που αδυνατώ να επιστρέψω.
Ο Παύλος παρόλο που κάθεται απέναντί μου (πολλές φορές σαν φίλος), έρχεται απρόσκλητος το βράδυ και νομίζω πως τελικά παίζει με εμένα, αφήνοντάς με να ζω την καθημερινότητα ενώ εμφανίζεται με τα καλά του μόνο στις μεγάλες απολαύσεις.
Εμφανίστηκε εχτές, μετά από μία μεγάλη νύχτα, περίπου στις 5 το πρωί. Πάντα τον βλέπω αφού έχει εισβάλλει στον χώρο μου. Δεν ξέρω από πού μπαίνει, σίγουρα πάντως δεν του έχω δώσει κλειδιά. Μάλλον ζει στην ντουλάπα, ίσως είναι πάντα μέσα σε αυτό το σπίτι κι εμφανίζεται μόνο στο φως την πανσελήνου.
Βγάζει το ημερολόγιο, πρέπει να κλείσουμε το μήνα. Νυστάζω, λέω, και προφανώς με αγνοεί.
Παίρνω το ημερολόγιο, χοντρό όσο τα χρόνια μου. Αρχίζω να ξεφυλλίζω τις μέρες και τα χρόνια, τις μέρες του πάθους, τα κατορθώματά μου, τα λάθη σημειωμένα άλλοτε με μεγάλα γράμματα, κόκκινα γράμματα πάνω σε μαύρα και μετά ξανά διορθώσεις κι ανάλυση, θέματα ανοιχτά, θέματα εκκρεμή με βαραίνουν. Κακό, πολύ κακό και θέλω να το πετάξω μακριά ετούτο το βιβλίο, μα εκείνος γελά και το σφίγγει στο χέρι μου. Μου ψιθυρίζει στο αυτί: Πιο πίσω, πιο πίσω… Τον κοιτάζω με έκπληξη και βλέπω πως δεν φορά μάσκα! Το κεφάλι μου βαραίνει, ποιος του έβγαλε την μάσκα;! Κοκκινίζω, αισθάνομαι ευάλωτος.
Πιο πίσω είναι χρόνια μακρινά, οι σελίδες κιτρινίζουν, έχω ξεχάσει, χρόνια 96,97,98. Αναρωτιέμαι τα βράδια που πηγαίνουν όλοι μέσα στα αυτοκίνητα. Δουλεύουν σκέφτομαι, δεν γράφουν διαγωνίσματα, κάνουν παιδιά, βγαίνουν το βράδυ. Εγώ πρωί -απόγευμα στο σχολειό, διαγώνισμα, σπίτι, φροντιστήριο και μερικά φιλιά στα πάρκα ώρες ατελείωτες. Και μετά υποσχέσεις, χα χα, ακόμα και γράμματα. Τον κοιτάζω με απορία, αυτά εδώ έχουν πεθάνει λέω, δεν τα θυμάμαι καν, τί θες;
Δεν απάντησε κι έφυγε απ το παράθυρο της κουζίνας.
Σήμερα έπιασα τον εαυτό μου να ψηλώνει μέσα στο αυτοκίνητο 2 με 3 πόντους λόγω ζέστης. Και να ιδρώνω, όπως εκείνοι οι άγνωστοι πριν χρόνια, αλάτι στο μέτωπο από τον ιδρώτα, οι ρόδες στρίβουν και μετά τις διασταυρώσεις και τα κορναρίσματα φτάνω στο σπίτι. Εκείνοι οι άγνωστοι, απλά, πήγαιναν στο σπίτι τους…
Κι οι υποσχέσεις; Κι οι «χαζοί» έρωτες; Πώς μπορώ να δώσω κάτι σε κάποιον που με γυρνά τόσο πίσω που δεν θυμάμαι; Μάλλον θυμάμαι… μα το ρίσκο είναι μεγάλο, δεν μπορώ να απαντήσω τώρα, πρέπει να υπολογίσω, να δω τον εαυτό μου, δώστε μου λίγο χρόνο.
Δώστε τον Παύλο πίσω και μία μάσκα, μία μάσκα για εμένα, να κρύβει τις επιθυμίες κάτω απ’ τα λεπτά καλοκαιρινά ρούχα... Μία μάσκα κι άλλη μία καλή δικαιολογία.