Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Οι γνωστοί - άγνωστοι

Μην ψάχνετε μέσα στο Πολυτεχνείο και γύρω από αυτό. Δεν κρατούν μία μολότοφ ούτε έχουν στριμμένο κασκόλ στα μάτια και στον λαιμό.
Γνωστοί άγνωστοι είναι εκείνοι που μπαίνουν στο ίδιο λεωφορείο την ίδια ώρα κάθε μέρα και δεν έχουν ανταλλάξει ούτε μία καλημέρα.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Διαφήμιση

Το πρωί ιδρώνω πριν καν δουλέψω, τόσο υπεύθυνος είμαι και η απόδοσή μου είναι σταθερή όπως η σταθερά του Planck από την ανακάλυψή της και μετά. Να με εμπιστεύεστε, περπατώ ευθεία με όρθιους ώμους και σίγουρο βλέμμα. Σας λέω, ναι, ναι, ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Αγνοώ τους φτωχούς, τους σακάτηδες, την πείνα, τους πολέμους, τις αρρώστιες, ξέρετε όλα τα άσχημα του κόσμου γιατί υπάρχουν και τα καλά, αλλά επίσης έπεισα τον εαυτό μου πως με μία μικρή απόκλιση αποτελούν κι αυτά τα δυσάρεστα μία σταθερά, αρκεί βέβαια ανάμεσα σε αυτούς τους κακόμοιρους να μην βρεθώ εγώ. Μπορώ να επιβιώνω σε έντονες συνθήκες πίεσης και ιδιαίτερων απαιτήσεων, μίας και κλείδωσα τις ευαισθησίες μου σε ένα ντουλάπι και κατάπια το κλειδί. Ακούστε με σας λέω, είμαι τόσο κωλόπαιδο όσο χρειάζεται η σύγχρονη άγχουσα (βλ. άγχος) τάξη, που στα διαλείμματα των meetings γίνεται άρχουσα και πέουσα (βλ. πέος).

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Για εκείνον που περπατά μόνος

Οι λέξεις είναι ύπουλες. Να προσέχουμε παρακαλώ. Είναι μεταφορείς των ΕΛΤΑ. Τα μισά απεσταλμένα χάνονται στο δρόμο κι ό,τι φτάνει στον παραλήπτη αφήνει μία απορία ή χειρότερα μία αδιαφορία.
Κι εκείνοι που φιλιούνται μες στο στόμα ευθαρσώς τι προσπαθούν να μεταφέρουν; Φοράνε τα καλά τους και πάνε χέρι χέρι και γελάνε,
μα που πάνε,
να τρέξουνε με τ' αεροπλάνα, να κλέψουν 2 μέρες να τη δουν,
και τι να πουν;
Μα δεν μιλάνε και μ' ενοχλούν που πάντα γελούν, μόνο φιλάνε κι εγώ στα δίπλα τα τραπέζια μόνος
να μιλώ
κι αν με ακούσουν θα μου πουν:
- Παρακαλώ;

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Μυρωδιές και γεύσεις

Η υποχρέωση είναι καμμένο πλαστικό. Μυρίζει ανάμεσα στους καφέδες, όχι της δουλειάς, αλλά σε εκείνους της πλατείας που λες να μην τελειώσουν. Από την άλλη ο έρωτας είναι πιπεράτος, σε κάνει να φταρνίζεσαι μα δεν βλάπτει. Όλοι επιβίωσαν μετά από αυτόν και το ρίξαν στην αγάπη. Η καθημερινότητα δεν μυρίζει, έχει την γεύση του νερού. Απαραίτητη για την ζωή και τόσο γνωστή ώστε να την αγνοούμε χωρίς τύψεις. Η μυρωδιά απ τα νυχτολούλουδα δεν χρειάζεται μεταφορά για να σταθεί, θα είναι πάντα η μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα.
Όλες οι γεύσεις, όλες οι μυρωδιές εκτός από ελάχιστες απαιτούν τουλάχιστον δύο. Όχι ερωτευμένους, δεν μιλάω για αγάπη, μιλάω για την όχι μοναξιά. Και τέλος για την ικανοποίηση του πιο σκοτεινού εγωισμού πριν κλείσεις τα μάτια για ύπνο να καταλάβεις πως σε δέχονται όπως είσαι.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Σκοτεινή ιστορία

Η ιστορία κενό μπερδεύει, αφήνει πολύ χώρο για το τίποτα κι αναμοχλεύει, κυρίως τα βράδια, τις ψυχές. Η ιστορία κενό μπορεί να προκαλεί ένα δάκρυ, ίσως μία αμφιβολία, όπως λέμε σαν καθαρίζουμε το σπίτι: Αυτό να το κρατήσω, ή να το πετάξω; Και πρέπει να πάρεις μία απόφαση. Η ιστορία κενό αναζητά νέα ιστορία, έχει τάση αυτοκτονική, μία νέα ιστορία να την γεμίσει (αδύνατο να την σβήσει), μα μέχρι τότε επιβιώνει μέσα στο σώμα που την γέννησε και το ξυπνά όταν μένει χρόνος να σκεφτεί. Κι έτσι χάνεται ο χρόνος, για το τίποτα.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Κάτι άλλο

Με σταθερό κέντρο και γνωστή ακτίνα διαγράφουμε τον κύκλο του έρωτά μας. Μα το π, έχει άπειρα ψηφία και θέλει κόπο να πούμε πως φτάσαμε κοντά του, πως θα κάνουμε τέλειο κύκλο; Να σου πω το πρώτο ψηφίο κι εσύ να συνεχίσεις; Θέλεις να κάνουμε κούνιες, μία βόλτα στην παραλία; Γιατί τα πράγματα να είναι δύσκολα; Γιατί τα κάνουμε δύσκολα; Αν σε φιλήσω, θα κερδίσω; Όταν με κοιτάς δεν καταλαβαίνεις;
Μα είναι ο τρόπος που κοιτάω προφανής! Έχω γίνει διαφανής και δεν αντέχω…

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Η τοσοδούλα

- Αν μου δώσεις ένα γλειφιτζούρι θα με κάνεις την πιο χαρούμενη κοπέλα του κόσμου (και κούναγες τα χέρια). Αν μου πάρεις μία από εκείνες τις σακούλες με τα δώρα από το περίπτερο γίνομαι παιδί, χοροπηδώ, ο κόσμος ξαφνικά μικραίνει, σε νοιώθω κοντά μου και κάπως έτσι μας σφίγγει η αγάπη.
Είπες τις παραπάνω λέξεις κι οι κόρες των ματιών μου μεγάλωσαν ενώ είχε ήλιο. Ένας θαυμασμός σφήνωσε μέσα μου, ήθελα να νοιώσω κι εγώ. Δεν ήταν υγιής ο θαυμασμός, έκρυβε ζήλια και λαχτάρα για κάτι ξένο. Για μία ζωή που θα με έσωζε. Αγόραζα σακούλες και γλειφιτζούρια κι όμως τίποτα, μία μαύρη τρύπα κατάπινε την στιγμιαία χαρά μου. Γέλαγες, γελούσες και γελούσες και μόνο η εικόνα σου με έκανε να ακολουθώ. Κι επίσης σταματούσες στην άκρη μίας συζήτησης που για εσένα δεν είχε νόημα λέγοντάς μου: Μέχρι εδώ, είναι ώρα να κοιμηθείς. Και με σκέπαζες με λογική κι ηρεμία.
Προσπάθησα να αντισταθώ στην πραγματικότητα και τα βράδια ευχόμουν να γίνεις μία καρφίτσα, ένα στολίδι, να σε φοράω στο γιακά και να μου λες σαν σε διαγώνισμα τις απαντήσεις στην ζωή: Αν μου δώσεις ένα γλειφιτζούρι με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου! Μα δεν μίκρυνες ποτέ κι ίσως καλύτερα, εξ άλλου πόσο εγωιστής θα μπορούσα να γίνω για να σε φορώ κι εσύ πόσο μικρούλα;
Αφού λοιπόν απέτυχα στο πρώτο σχέδιό μου, συνέχισα ελπίζοντας στα όνειρα μου. Εκεί σε έβλεπα να λες όσα λαχταρούσα και να με προσέχεις. Μα στο όνειρό δεν ήσουν ακριβώς εσύ, μα εκείνη που θα ήθελα να είσαι. Κι έτσι κάθε πρωί η κοπέλα του ονείρου χανόταν κι έμενε μία άδεια θέση στο κρεβάτι μου και μία σκέψη μακρινή στο μυαλό, ένα μούδιασμα, που σιγά σιγά χανόταν πίσω από την καθημερινότητα.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Προσοχή στο κενό

Όταν σε κοιτώ, τα όνειρά μου μπαίνουν στο μετρό. Τρέχουν στις σκάλες να προλάβουν τους συρμούς που είναι πάντα στο σταθμό. Στοιβάζονται το ένα πάνω στ’ άλλο, αγχώνονται
και ταξιδεύουν
και ταξιδεύουν
υπόγειες διαδρομές. Χαϊδεύουν τα μαλλιά των επιβατών, αγνοούν τις βαριές μυρωδιές τους, τους σφίγγουν το χέρι, δίνουν φιλιά και μία υπόσχεση: πως την άλλη μέρα θα ανέβουν τις σκάλες προς την επιφάνεια. Μα όλο αθετούν τις υποσχέσεις και μπαίνουν στο
συρμό.
Ακούγεται το σφύριγμα,
το σύρσιμο απ τα φρένα
κι όταν φτάνουν στο σταθμό,
υπάρχει πάντα ένα κενό,
προσοχή στο κενό,
μεταξύ εσένα,
κι εμένα.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Τραπεζομάντηλο

Αρχικά ήμουν απλά άσπρο και τεράστιο, κάλυπτα τα φαντάσματα των παιδικών σου χρόνων. Μετά μεγάλωνες και σου μάθαιναν τα γράμματα. Τράβηξες το τραπεζομάντηλο και είδες πως ήμουν άδειο. Κανένα φάντασμα από κάτω. Μετά με έστρωσες στο σκαλιστό τραπέζι της γιαγιάς. Και να τα παραμύθια και τα γλυκά. Η γιαγιά, μου πρόσθεσε δαντέλα, ράβοντάς την με χέρια ζαρωμένα, πιτσιλισμένα από μαύρα στίγματα. Ο ήλιος με χτυπούσε το πρωί, ευθαρσώς αντανακλούσα όλη την λάμψη του κι εκείνο το ψηλοτάβανο δωμάτιο έμοιαζε άχαρο. Ακουμπούσαν τα γλυκά του κουταλιού το ένα μετά το άλλο επάνω μου και για σένα ήταν ένας μικρός εφιάλτης να τα τρως, ειδικά το γλυκό σύκο. Δεν ήμουν πλέον φάντασμα, εκείνα όμως τα γλυκά φρόντιζαν να σε τρομοκρατούν, αποκαθιστώντας την τάξη.
Με πήραν οι γονείς σου στην κουζίνα, αφαίρεσαν την δαντέλα. Ακουμπούσαν τα μαχαίρια των τσακωμών επάνω μου, που αφήναν λίγο αίμα. Το κίτρινο φως της κουζίνας σήμαινε χειμώνα, κιτρίνιζα κι εγώ μοιραία. Αφήναν και λεφτά, το χαρτζιλίκι σου. Με λερώνατε με σάλτσες και φαγητά ανελλιπώς, γελούσατε, ειδικά τα μεσημέρια της Κυριακής.
Με χρησιμοποίησες στα πρώτα ραντεβού σου, να κάνεις το τραπέζι, να μάθεις τα λόγια, να ντυθείς καλά, να με λερώσεις με κόκκινο κερί (επιβάλλεται!). Να σου πει τι ωραίο που είναι το φαγητό και μετά να πάτε στο άλλο δωμάτιο που ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι κάνατε, φωνάζατε όμως παράξενα πολύ.
Με πήρες σε νησί το καλοκαίρι, με έβαλες στο τραπέζι με την θέα, εμπρός στην θάλασσα που ζάρωνε, τα καραβάκια στο βάθος, τα άστρα το βράδυ και τον καθαρό ουρανό. Με βίαζες τρεις μήνες τον χρόνο με καρπουζοχυμούς και λίγο τυρί φέτα με ψωμί. Έτριβες νωχελικά την άμμο απ τα πόδια σου επάνω μου κι έτσι γευόμουνα την θάλασσα. Νόμιζες πως δεν θα μεγαλώσεις, πως θα δεις μία γοργόνα, τραγουδούσες σιγανά, ποτέ δεν έπαιξες κιθάρα κι όλο κοίταζες το πέλαγος. Με πάγωνε το κρύο νερό απ το ποτήρι του καφέ σου κι ο ήλιος με έτρωγε μαζί με το αλάτι. Το Σεπτέμβρη μαζεύονταν σύννεφα, το απόγευμα γίνονταν κόκκινα κι έπρεπε να φορέσεις μία ζακέτα για να μην κρυώνεις. Κι ύστερα κλείδωνες τις διακοπές μέσα στο σπίτι, δίνοντάς τους ραντεβού σε ένα χρόνο. Το χειμώνα συνέχιζα να αγκαλιάζω το τραπέζι και κρατιόμουν γερά στους σφοδρούς ανέμους, έκανε κρύο στο σπίτι με την θέα, είχε μία άγρια ομορφιά η θάλασσα που εσύ δεν αντίκρισες ποτέ, γιατί δούλευες στην μεγάλη χαβούζα, έτσι λέγανε την πόλη σου.
Κι ύστερα τρύπησα και με πέταξες,
και πήρες άλλο τραπεζομάντηλο για το γιο σου. Κι εκείνος άρχισε να ζει την δική του εκδοχή, με τα φαντάσματα, τα γράμματα, τον έρωτα, τις διακοπές με τα καρπούζια στο δικό του σπίτι με την δική του θέα.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

Η επίσκεψη

Μετά το φαγητό με επισκέφθηκε ένας εξωγήινος. Μπήκε από την πόρτα που ήταν ανοιχτή αλλά δεν χτύπησε το κουδούνι, δεν το έφτανε ο καημένος. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τα μάτια του, ήταν τόσο μεγάλα που δάκρυα, είτε χαράς είτε λύπης, θα με ανάγκαζαν να σφουγγαρίζω για μέρες. Από την άλλη σκέφτομαι πως έστω και μία στάλα δάκρυ θα του προκαλούσε αφυδάτωση τόσο μικροκαμωμένος που ήταν. Προφανώς γνωρίζετε ότι δεν μιλάνε, μην νομίζετε πως είναι νευριασμένοι, κάθε άλλο, είναι πολύ ήρεμα πλάσματα, απλώς επικοινωνούνε εγκεφαλικά μεταξύ τους αλλά και με εμάς, όποτε φυσικά το θελήσουν.
Του έδωσα το παιδικό μου σκαμνάκι για να κάτσει και δεν κρατήθηκα, γέλασα που αυτό το πλάσμα ήταν τόσο μικρό, ενώ το κεφάλι του ήταν σε μέγεθος δύο φορές το δικό μου σαν άκομψο τερατούργημα σε ένα καχεκτικό σώμα. Μα τι μάτια… όταν συναντάμε έναν ξένο δεν τολμάμε να τον κοιτάζουμε στα μάτια, βέβαια αυτό συμβαίνει και μεταξύ φίλων αλλά ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Τον εξωγήινο λοιπόν εγώ τον κοιτούσα στα μάτια συνεχώς, ίσως γιατί αυτή η απόσταση των πολιτισμών μας με έκανε να μην αισθάνομαι άβολα, μάλλον προκαλούσε κι εκείνος αυτή την επαφή ώστε να μπορεί να διαβάζει την σκέψη μου ευκολότερα. Στις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε εγώ μιλούσα με το στόμα, αυτό όμως τον μπέρδευε γιατί έπρεπε να παρακολουθεί τι λέω και τι σκέφτομαι, ξέρετε… είναι ανθρώπινη τακτική για μερικούς και για άλλους συνήθεια κάτι τέτοιο, οπότε πολύ ευγενικά μου είπε πως δεν έχει νόημα να τον ρωτάω: Πως κι από εδώ; ενώ σκέφτομαι: Μα τι κοντός που είσαι, και τι τεράστια κεφάλα! Κοκκίνισα αρχικά, με ρώτησε αν ζεσταίνομαι και τότε συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό. Αφού διάβαζε την σκέψη μου, θα έπρεπε να καταλαβαίνει γιατί κοκκίνισα. Οι εξωγήινοι όμως δεν μπορούν να αναχαιτίσουν τα συναισθήματά μας γιατί είναι όντα μόνον λογικά. Έτσι αναγκάστηκα να του εξηγήσω με λόγια και ειλικρινώς (πώς να του κρυφτώ εξ άλλου) τι αισθάνθηκα. Εκείνος κάτι φαινόταν να σημειώνει σαν ψυχολόγος στο παιδικό σκαμνί αλλά δεν έδωσα σημασία.
Μετά άρχισε να μιλάει περί συναισθημάτων, κάνοντας μία ανασκόπηση στην δική τους ιστορία που ήταν κάπως έτσι:
Στο σκοτεινό δωμάτιο που ονομάζουμε σύμπαν, όλοι παίζουμε σε διαφορετικά σημεία, υπάρχει χώρος για όλους, αλλά εμείς (οι εξωγήινοι) βλέπουμε μέσα σε αυτό. Παρόλο που κάτι τέτοιο αποτελεί εξαιρετικό προτέρημα δεν έχει σταθεί αρκετό για την ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής. Με άλλα λόγια βλέπουμε στο δωμάτιο αλλά δεν ξέρουμε γιατί και πως βρεθήκαμε μέσα του. Αυτό παλαιότερα μας δημιουργούσε θλίψη. Ήταν η εποχή των συναισθημάτων, τόσο παλαιά για εμάς, όσο για εσάς η εποχή του Νεάντερνταλ.
Η εξωγήινη κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της θλίψης αφαίρεσε την λέξη πάντα, από το λεξιλόγιό μας. Αυτό δεν ήταν καθόλου προφανές πως θα βοηθούσε αλλά δεν κάναμε τίποτα για την αποτροπή του. Εξ άλλου η αφαίρεση της λέξης έγινε με τρόπο γονιδιακό, σε κανέναν μεταλλαγμένο δεν έλειψε, ο μεταλλάκτης όμως πέθανε αργότερα από μία κρίση μοναξιάς. Ήταν ο μόνος που δεν έκανε στον εαυτό του την μετάλλαξη. Έτσι συνεχίσαμε την ζωή μας χωρίς να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι σήμαιναν οι εκφράσεις όπως: Θα σε αγαπώ για πάντα ή θα είμαστε για πάντα φίλοι. Ξέρετε… η λέξη πάντα δεν χρειαζόταν να προφέρεται για να την νοιώσει ή να την πιστέψει κάποιος, σε οποιαδήποτε σχέση, η ψευδαίσθηση ότι κι αύριο θα είμαστε ζωντανοί και πως την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα θα ζούμε τον έρωτα ή την φιλία καθιστούσε το πάντα μία λέξη που υπόβοσκε χωρίς απαραίτητα να προφέρεται. Ελπίζω να μην σας μπερδεύω… Ένας ερωτευμένος εξωγήινος μετά την γονιδιακή αφαίρεση δεν μπορούσε να νοιώσει και να μεταφέρει την ιδέα πως το άλλο του μισό είναι εξαιρετικά μοναδικό. Μπορούσε να προφέρει το: σε θέλω, αλλά η έλλειψη της χρονικής ασφάλειας που πρόσφερε κάποτε η λέξη πάντα δεν απογείωνε τον έρωτα περισσότερο από 5 εκατοστά πάνω από το έδαφος. Κανείς εξωγήινος δεν ένοιωθε ιδιαίτερα σε μία σχέση… Βλέπετε, η συναισθηματική ικανοποίηση απαιτούσε το ψέμα που διακριτικά έκρυβε αυτή η λέξη (και στην συνέχεια εμείς στο μυαλό μας). Η λογική όμως και η πίστη για ένα εξωγήινο καλό έπρεπε να προωθήσει την ειλικρίνεια κι επιπλέον να απομακρύνει την θλίψη που σχετιζόταν με την επίλυση του μυστηρίου της ζωής. Έχοντας φτάσει πολύ κοντά στην πλήρη γνώση, τα συναισθήματα κι όχι η λογική επέβαλλαν ερωτήσεις όπως: Τώρα που το ταξίδι της άγνοιας τελειώνει τι κάνουμε; Πόσο τετριμμένη θα είναι η ίδια η ζωή μας αφού νικήσαμε τον θάνατο με τα ταξίδια στον χρόνο και που οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε μπορούμε να το περιγράψουμε με μία μαθηματική εξίσωση; Τα συναισθήματά μας λοιπόν χωρίς τροφή, άρχισαν να εξασθενούν κι εμείς μεταλλαγμένοι σκύψαμε το κεφάλι στην εξέλιξη που όμως ήταν απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Ο γονιδιακός βιασμός δεν άφησε περιθώρια επιστροφής στην εποχή του πάντα. Η λέξη έμεινε μόνο σε παλιά βιβλία που κανένας πλέον δεν μπορούσε να κατανοήσει.
Η ειλικρίνεια άρχισε να μεγαλώνει τα μάτια μας. Αρχίσαμε να κοιταζόμαστε στα μάτια χωρίς να φοβόμαστε, όμως τα συναισθήματα πέθαιναν σε κάθε εκατοστό μεγέθυνσής τους. Το κεφάλι μας μεγάλωνε για να χωρέσει την μεγαλύτερη λογική, το σώμα σαν όργανο της πράξης του έρωτα μίκρυνε, μαράθηκε μαζί με αυτόν, η ψυχή μετακόμισε κάπου στο στόμα, η μάζα του κεφαλιού μας έγινε απαράδεκτα πολλή. Ένας εγκέφαλος πλέον επώαζε την μεγαλύτερη ειλικρίνεια και σοφία στο σύμπαν. Το στόμα ατρόφησε κι έτσι τα φιλιά ήταν άνοστα κι άβολα, οι λέξεις χαθήκαν. Η απόλυτη εξωγήινη ειλικρίνεια έκανε τον εγκέφαλό μας άμεσο πομπό των πιο κρυφών μας σκέψεων, αναγκαστήκαμε λοιπόν να σταματήσουμε να ποθούμε, και να ονειρευόμαστε γιατί ντρεπόμασταν να εξωτερικεύουμε αλόγιστα τις σκέψεις μας. Τα αφτιά μας είναι διακοσμητικό απομεινάρι ενός ανθρώπινου παρελθόντος…
Κατανοώ πως αυτά που περιγράφω σας ακούγονται αισχρά, μην υποκύπτετε στα συναισθήματά σας, εξ άλλου δεν μπορείτε να αναλύσετε την εξωγήινη πορεία με ανθρώπινα κριτήρια. Η λύπηση που ενδεχομένως σας προκαλεί η ιστορία μου είναι συναίσθημα, τόσο ξένο σε εμένα, που είναι λογικά αδύνατον να δείτε τα μεγάλα μάτια μου να δακρύζουν, μην ανησυχείτε λοιπόν για το πάτωμά σας, δεν έχει να φοβάται τίποτα από εμένα. Ξεφύγαμε από το συναίσθημα, τώρα ζούμε για το τίποτα κι έτσι δεν φοβόμαστε μην βαρεθούμε. Για μας η ζωή είναι ένα ατελείωτο μονοπάτι δίχως κατεύθυνση, κινούμαστε στο δωμάτιο του σύμπαντος κι υπολογίζουμε, αυτό είναι πολύ λογικό, έτσι δεν είναι;