Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Προσοχή στο κενό

Όταν σε κοιτώ, τα όνειρά μου μπαίνουν στο μετρό. Τρέχουν στις σκάλες να προλάβουν τους συρμούς που είναι πάντα στο σταθμό. Στοιβάζονται το ένα πάνω στ’ άλλο, αγχώνονται
και ταξιδεύουν
και ταξιδεύουν
υπόγειες διαδρομές. Χαϊδεύουν τα μαλλιά των επιβατών, αγνοούν τις βαριές μυρωδιές τους, τους σφίγγουν το χέρι, δίνουν φιλιά και μία υπόσχεση: πως την άλλη μέρα θα ανέβουν τις σκάλες προς την επιφάνεια. Μα όλο αθετούν τις υποσχέσεις και μπαίνουν στο
συρμό.
Ακούγεται το σφύριγμα,
το σύρσιμο απ τα φρένα
κι όταν φτάνουν στο σταθμό,
υπάρχει πάντα ένα κενό,
προσοχή στο κενό,
μεταξύ εσένα,
κι εμένα.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Τραπεζομάντηλο

Αρχικά ήμουν απλά άσπρο και τεράστιο, κάλυπτα τα φαντάσματα των παιδικών σου χρόνων. Μετά μεγάλωνες και σου μάθαιναν τα γράμματα. Τράβηξες το τραπεζομάντηλο και είδες πως ήμουν άδειο. Κανένα φάντασμα από κάτω. Μετά με έστρωσες στο σκαλιστό τραπέζι της γιαγιάς. Και να τα παραμύθια και τα γλυκά. Η γιαγιά, μου πρόσθεσε δαντέλα, ράβοντάς την με χέρια ζαρωμένα, πιτσιλισμένα από μαύρα στίγματα. Ο ήλιος με χτυπούσε το πρωί, ευθαρσώς αντανακλούσα όλη την λάμψη του κι εκείνο το ψηλοτάβανο δωμάτιο έμοιαζε άχαρο. Ακουμπούσαν τα γλυκά του κουταλιού το ένα μετά το άλλο επάνω μου και για σένα ήταν ένας μικρός εφιάλτης να τα τρως, ειδικά το γλυκό σύκο. Δεν ήμουν πλέον φάντασμα, εκείνα όμως τα γλυκά φρόντιζαν να σε τρομοκρατούν, αποκαθιστώντας την τάξη.
Με πήραν οι γονείς σου στην κουζίνα, αφαίρεσαν την δαντέλα. Ακουμπούσαν τα μαχαίρια των τσακωμών επάνω μου, που αφήναν λίγο αίμα. Το κίτρινο φως της κουζίνας σήμαινε χειμώνα, κιτρίνιζα κι εγώ μοιραία. Αφήναν και λεφτά, το χαρτζιλίκι σου. Με λερώνατε με σάλτσες και φαγητά ανελλιπώς, γελούσατε, ειδικά τα μεσημέρια της Κυριακής.
Με χρησιμοποίησες στα πρώτα ραντεβού σου, να κάνεις το τραπέζι, να μάθεις τα λόγια, να ντυθείς καλά, να με λερώσεις με κόκκινο κερί (επιβάλλεται!). Να σου πει τι ωραίο που είναι το φαγητό και μετά να πάτε στο άλλο δωμάτιο που ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι κάνατε, φωνάζατε όμως παράξενα πολύ.
Με πήρες σε νησί το καλοκαίρι, με έβαλες στο τραπέζι με την θέα, εμπρός στην θάλασσα που ζάρωνε, τα καραβάκια στο βάθος, τα άστρα το βράδυ και τον καθαρό ουρανό. Με βίαζες τρεις μήνες τον χρόνο με καρπουζοχυμούς και λίγο τυρί φέτα με ψωμί. Έτριβες νωχελικά την άμμο απ τα πόδια σου επάνω μου κι έτσι γευόμουνα την θάλασσα. Νόμιζες πως δεν θα μεγαλώσεις, πως θα δεις μία γοργόνα, τραγουδούσες σιγανά, ποτέ δεν έπαιξες κιθάρα κι όλο κοίταζες το πέλαγος. Με πάγωνε το κρύο νερό απ το ποτήρι του καφέ σου κι ο ήλιος με έτρωγε μαζί με το αλάτι. Το Σεπτέμβρη μαζεύονταν σύννεφα, το απόγευμα γίνονταν κόκκινα κι έπρεπε να φορέσεις μία ζακέτα για να μην κρυώνεις. Κι ύστερα κλείδωνες τις διακοπές μέσα στο σπίτι, δίνοντάς τους ραντεβού σε ένα χρόνο. Το χειμώνα συνέχιζα να αγκαλιάζω το τραπέζι και κρατιόμουν γερά στους σφοδρούς ανέμους, έκανε κρύο στο σπίτι με την θέα, είχε μία άγρια ομορφιά η θάλασσα που εσύ δεν αντίκρισες ποτέ, γιατί δούλευες στην μεγάλη χαβούζα, έτσι λέγανε την πόλη σου.
Κι ύστερα τρύπησα και με πέταξες,
και πήρες άλλο τραπεζομάντηλο για το γιο σου. Κι εκείνος άρχισε να ζει την δική του εκδοχή, με τα φαντάσματα, τα γράμματα, τον έρωτα, τις διακοπές με τα καρπούζια στο δικό του σπίτι με την δική του θέα.