Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

Η επίσκεψη

Μετά το φαγητό με επισκέφθηκε ένας εξωγήινος. Μπήκε από την πόρτα που ήταν ανοιχτή αλλά δεν χτύπησε το κουδούνι, δεν το έφτανε ο καημένος. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τα μάτια του, ήταν τόσο μεγάλα που δάκρυα, είτε χαράς είτε λύπης, θα με ανάγκαζαν να σφουγγαρίζω για μέρες. Από την άλλη σκέφτομαι πως έστω και μία στάλα δάκρυ θα του προκαλούσε αφυδάτωση τόσο μικροκαμωμένος που ήταν. Προφανώς γνωρίζετε ότι δεν μιλάνε, μην νομίζετε πως είναι νευριασμένοι, κάθε άλλο, είναι πολύ ήρεμα πλάσματα, απλώς επικοινωνούνε εγκεφαλικά μεταξύ τους αλλά και με εμάς, όποτε φυσικά το θελήσουν.
Του έδωσα το παιδικό μου σκαμνάκι για να κάτσει και δεν κρατήθηκα, γέλασα που αυτό το πλάσμα ήταν τόσο μικρό, ενώ το κεφάλι του ήταν σε μέγεθος δύο φορές το δικό μου σαν άκομψο τερατούργημα σε ένα καχεκτικό σώμα. Μα τι μάτια… όταν συναντάμε έναν ξένο δεν τολμάμε να τον κοιτάζουμε στα μάτια, βέβαια αυτό συμβαίνει και μεταξύ φίλων αλλά ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Τον εξωγήινο λοιπόν εγώ τον κοιτούσα στα μάτια συνεχώς, ίσως γιατί αυτή η απόσταση των πολιτισμών μας με έκανε να μην αισθάνομαι άβολα, μάλλον προκαλούσε κι εκείνος αυτή την επαφή ώστε να μπορεί να διαβάζει την σκέψη μου ευκολότερα. Στις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε εγώ μιλούσα με το στόμα, αυτό όμως τον μπέρδευε γιατί έπρεπε να παρακολουθεί τι λέω και τι σκέφτομαι, ξέρετε… είναι ανθρώπινη τακτική για μερικούς και για άλλους συνήθεια κάτι τέτοιο, οπότε πολύ ευγενικά μου είπε πως δεν έχει νόημα να τον ρωτάω: Πως κι από εδώ; ενώ σκέφτομαι: Μα τι κοντός που είσαι, και τι τεράστια κεφάλα! Κοκκίνισα αρχικά, με ρώτησε αν ζεσταίνομαι και τότε συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό. Αφού διάβαζε την σκέψη μου, θα έπρεπε να καταλαβαίνει γιατί κοκκίνισα. Οι εξωγήινοι όμως δεν μπορούν να αναχαιτίσουν τα συναισθήματά μας γιατί είναι όντα μόνον λογικά. Έτσι αναγκάστηκα να του εξηγήσω με λόγια και ειλικρινώς (πώς να του κρυφτώ εξ άλλου) τι αισθάνθηκα. Εκείνος κάτι φαινόταν να σημειώνει σαν ψυχολόγος στο παιδικό σκαμνί αλλά δεν έδωσα σημασία.
Μετά άρχισε να μιλάει περί συναισθημάτων, κάνοντας μία ανασκόπηση στην δική τους ιστορία που ήταν κάπως έτσι:
Στο σκοτεινό δωμάτιο που ονομάζουμε σύμπαν, όλοι παίζουμε σε διαφορετικά σημεία, υπάρχει χώρος για όλους, αλλά εμείς (οι εξωγήινοι) βλέπουμε μέσα σε αυτό. Παρόλο που κάτι τέτοιο αποτελεί εξαιρετικό προτέρημα δεν έχει σταθεί αρκετό για την ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής. Με άλλα λόγια βλέπουμε στο δωμάτιο αλλά δεν ξέρουμε γιατί και πως βρεθήκαμε μέσα του. Αυτό παλαιότερα μας δημιουργούσε θλίψη. Ήταν η εποχή των συναισθημάτων, τόσο παλαιά για εμάς, όσο για εσάς η εποχή του Νεάντερνταλ.
Η εξωγήινη κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της θλίψης αφαίρεσε την λέξη πάντα, από το λεξιλόγιό μας. Αυτό δεν ήταν καθόλου προφανές πως θα βοηθούσε αλλά δεν κάναμε τίποτα για την αποτροπή του. Εξ άλλου η αφαίρεση της λέξης έγινε με τρόπο γονιδιακό, σε κανέναν μεταλλαγμένο δεν έλειψε, ο μεταλλάκτης όμως πέθανε αργότερα από μία κρίση μοναξιάς. Ήταν ο μόνος που δεν έκανε στον εαυτό του την μετάλλαξη. Έτσι συνεχίσαμε την ζωή μας χωρίς να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι σήμαιναν οι εκφράσεις όπως: Θα σε αγαπώ για πάντα ή θα είμαστε για πάντα φίλοι. Ξέρετε… η λέξη πάντα δεν χρειαζόταν να προφέρεται για να την νοιώσει ή να την πιστέψει κάποιος, σε οποιαδήποτε σχέση, η ψευδαίσθηση ότι κι αύριο θα είμαστε ζωντανοί και πως την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα θα ζούμε τον έρωτα ή την φιλία καθιστούσε το πάντα μία λέξη που υπόβοσκε χωρίς απαραίτητα να προφέρεται. Ελπίζω να μην σας μπερδεύω… Ένας ερωτευμένος εξωγήινος μετά την γονιδιακή αφαίρεση δεν μπορούσε να νοιώσει και να μεταφέρει την ιδέα πως το άλλο του μισό είναι εξαιρετικά μοναδικό. Μπορούσε να προφέρει το: σε θέλω, αλλά η έλλειψη της χρονικής ασφάλειας που πρόσφερε κάποτε η λέξη πάντα δεν απογείωνε τον έρωτα περισσότερο από 5 εκατοστά πάνω από το έδαφος. Κανείς εξωγήινος δεν ένοιωθε ιδιαίτερα σε μία σχέση… Βλέπετε, η συναισθηματική ικανοποίηση απαιτούσε το ψέμα που διακριτικά έκρυβε αυτή η λέξη (και στην συνέχεια εμείς στο μυαλό μας). Η λογική όμως και η πίστη για ένα εξωγήινο καλό έπρεπε να προωθήσει την ειλικρίνεια κι επιπλέον να απομακρύνει την θλίψη που σχετιζόταν με την επίλυση του μυστηρίου της ζωής. Έχοντας φτάσει πολύ κοντά στην πλήρη γνώση, τα συναισθήματα κι όχι η λογική επέβαλλαν ερωτήσεις όπως: Τώρα που το ταξίδι της άγνοιας τελειώνει τι κάνουμε; Πόσο τετριμμένη θα είναι η ίδια η ζωή μας αφού νικήσαμε τον θάνατο με τα ταξίδια στον χρόνο και που οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε μπορούμε να το περιγράψουμε με μία μαθηματική εξίσωση; Τα συναισθήματά μας λοιπόν χωρίς τροφή, άρχισαν να εξασθενούν κι εμείς μεταλλαγμένοι σκύψαμε το κεφάλι στην εξέλιξη που όμως ήταν απαραίτητη για την επιβίωσή μας. Ο γονιδιακός βιασμός δεν άφησε περιθώρια επιστροφής στην εποχή του πάντα. Η λέξη έμεινε μόνο σε παλιά βιβλία που κανένας πλέον δεν μπορούσε να κατανοήσει.
Η ειλικρίνεια άρχισε να μεγαλώνει τα μάτια μας. Αρχίσαμε να κοιταζόμαστε στα μάτια χωρίς να φοβόμαστε, όμως τα συναισθήματα πέθαιναν σε κάθε εκατοστό μεγέθυνσής τους. Το κεφάλι μας μεγάλωνε για να χωρέσει την μεγαλύτερη λογική, το σώμα σαν όργανο της πράξης του έρωτα μίκρυνε, μαράθηκε μαζί με αυτόν, η ψυχή μετακόμισε κάπου στο στόμα, η μάζα του κεφαλιού μας έγινε απαράδεκτα πολλή. Ένας εγκέφαλος πλέον επώαζε την μεγαλύτερη ειλικρίνεια και σοφία στο σύμπαν. Το στόμα ατρόφησε κι έτσι τα φιλιά ήταν άνοστα κι άβολα, οι λέξεις χαθήκαν. Η απόλυτη εξωγήινη ειλικρίνεια έκανε τον εγκέφαλό μας άμεσο πομπό των πιο κρυφών μας σκέψεων, αναγκαστήκαμε λοιπόν να σταματήσουμε να ποθούμε, και να ονειρευόμαστε γιατί ντρεπόμασταν να εξωτερικεύουμε αλόγιστα τις σκέψεις μας. Τα αφτιά μας είναι διακοσμητικό απομεινάρι ενός ανθρώπινου παρελθόντος…
Κατανοώ πως αυτά που περιγράφω σας ακούγονται αισχρά, μην υποκύπτετε στα συναισθήματά σας, εξ άλλου δεν μπορείτε να αναλύσετε την εξωγήινη πορεία με ανθρώπινα κριτήρια. Η λύπηση που ενδεχομένως σας προκαλεί η ιστορία μου είναι συναίσθημα, τόσο ξένο σε εμένα, που είναι λογικά αδύνατον να δείτε τα μεγάλα μάτια μου να δακρύζουν, μην ανησυχείτε λοιπόν για το πάτωμά σας, δεν έχει να φοβάται τίποτα από εμένα. Ξεφύγαμε από το συναίσθημα, τώρα ζούμε για το τίποτα κι έτσι δεν φοβόμαστε μην βαρεθούμε. Για μας η ζωή είναι ένα ατελείωτο μονοπάτι δίχως κατεύθυνση, κινούμαστε στο δωμάτιο του σύμπαντος κι υπολογίζουμε, αυτό είναι πολύ λογικό, έτσι δεν είναι;