Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Χωριό

Πάνω στον επιτάφιο κεντά μία αράχνη τον ιστό της. Κι αυτός με λίγη σκόνη πατά σε τέσσερα ποδάρια ανορθόδοξα και τέσσερα φανάρια φέρει στραβιά και πολυκαιρισμένα. Και τέσσερα πάλι χερούλια έχει γύρω γύρω να κρατούν οι ανθρώποι ψηλά το ανεξήγητο. Να τον περιφέρουν στο χωριό χέρια ροζιασμένα από το χώμα, την μαγκούρα και το σκοινί. Να λατρέψουν όλοι οι ανθρώποι εκείνο που δεν χωράει ο νους τους, εκείνο που δεν είδαν και τόσο λαχταρούν, αθανασία, και μίαν εξήγηση ακόμα ακόμα γιατί συμβαίνουν τόσα ωραία γύρω τους και εκείνοι μόνο ελάχιστα μπορούν να αντιληφθούν.
Περπατούν οι ανθρώποι στο χωριό και κοιτούν και πριν μιλήσεις σου μιλούν κι ας μην σε ξέρουν, όπως δεν ξέρουν τον γάιδαρο που μιλούσαν πριν, το πουλί που του σφύριξαν, τον άνθρωπο που πέθανε και για τον οποίον έκλαψαν κι έψαλαν λόγια που δεν καταλαβαίνουν αλλά είναι του θεού κι αυτός καταλαβαίνει.