Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Μία μέρα

Καθισμένος στο μπαλκόνι κοιτάζει μακριά, σπίτια κι άλλα σπίτια. Μικρά, μεγάλα, ανορθόδοξα σπίτια, αλλόκοτα, τυχαία βαμμένα. Κι ανάμεσά τους βλέπει περιπλανόμενους ανθρώπους να μεταφέρονται από τα πόδια τους αυτόματα. Η στιγμή χάνεται γιατί το μυαλό δεν είναι εκεί, μόνο το σώμα με αυτόματο πιλότο τους οδηγεί σπίτι. Σκέφτονται μία στιγμή μετά από το τώρα. Κι έτσι το τώρα δεν το ζουν ποτέ. Μένει έρημο. Κανείς δεν το νοιώθει. Τα μάτια βλέπουν αλλά δεν κοιτάζουν, μόνο το σώμα τα χρησιμοποιεί για την περιπλάνηση και την συντήρησή του.

Μία μεγάλη κηδεία στους δρόμους, άνθρωποι περπατούν αποσβολωμένοι, χαμένοι, σκέφτονται κάτι άλλο από αυτό που βιώνει το σώμα τους, λες και μόλις έχασαν έναν αγαπημένο. Ακούνε μουσική για την αγάπη που θα ήθελαν να χάσουν αλλά ποτέ δεν είχαν. Διαβάζουν για το αυτοκίνητο που ποτέ δεν θα αποκτήσουν και μαθαίνουν τα πάντα για τις ζωές άλλων που ποτέ δεν θα ζήσουν. Κοιμούνται παρέα με μία μεγάλη δίψα και αργότερα πεθαίνουν με έναν μεγάλο καημό: Που στο διάολο σπατάλησαν τόσα χρόνια; Και πράγματι, αν σκάψεις το χώμα δεν θα βρεις λίγα γραμμάρια ψυχή -- είχε χαθεί πολύ πριν τον φυσικό τους θάνατο.

Καθισμένος στο μπαλκόνι κοιτάζει μακριά κίτρινο κι άλλο κίτρινο. Έντονο κίτρινο, ζεστό, το κίτρινο της ζωής. Ο ήλιος του ζεσταίνει την πλάτη και φωτίζει το έκτρωμα της πόλης. Αυτό το χρώμα θρέφει αυτούς τους ανθρώπους. Υπάρχει χωρίς αυτούς και τους ανανεώνει σε μία αδιάκοπη ροή ζωής και χρόνου. Αυτό το χρώμα περιμένει να γεννηθούν άνθρωποι που το περιμένουν και το αναγνωρίζουν κάθε στιγμή, εκείνη την ίδια στιγμή, στο ΤΩΡΑ.