Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Όνειρα

Αλλόκοτα μέρη. Παράξενα. Κανένα δεν μοιάζει με αυτά που έχουμε επισκεφτεί. Εκεί ζουν τα όνειρά μας.
Ξεφεύγουν από το αληθινό, δεν τα χωράει η λογική και οι φυσικοί νόμοι. Είναι η φωνή του υποσυνείδητου, άλλες φορές απαλή σαν νανούρισμα κι άλλες φορές απεγνωσμένο ουρλιαχτό. Είναι άλλοτε ελπίδες που έσβησαν ή ναυάγησαν, σχέδια που δεν ολοκληρώθηκαν και κυρίως επιθυμίες κρυφές κι ανικανοποίητες. Ο έρωτας που δεν εκφράστηκε ή εκείνος που εκφράστηκε αλλά παραπάτησε. Είναι το θέλω μας που δεν ησυχάζει, η ανάγκη να αγαπηθούμε αλλά κυρίως να αγαπήσουμε.
Στα όνειρα δεν υπάρχει χρόνος. Ο χρόνος είναι κολλάζ φωτογραφιών. Το μυαλό πηδάει από την μία στην άλλη και τις εξετάζει με λεπτομέρεια κάνοντας αυτόν που ονειρεύεται να γελά ή να ξυπνά με τρόμο.
Κοπέλες. Με ρούχα μακριά, με μαλλιά μακριά και κρυμμένο πρόσωπο. Δεν είναι ένα πρόσωπο, είναι πρόσωπα πολλά. Δεν είναι κάποια κοπέλα, είναι μία κοπέλα, οποιαδήποτε ονειρεύεται. Οποιαδήποτε ζει κι επιθυμεί. Κι αυτά τα μέρη έχουν δέντρα και γκρεμούς, θάλασσες γκρι, σέπια ουρανούς. Στα όνειρα κοιμάσαι ή κάθεσαι στην άκρη ενός παραθύρου χωρίς να φοβάσαι το ύψος. Γιατί δεν υπάρχει ύψος. Περιπλανιέσαι σε ερήμους ενώ οι σκέψεις οργιάζουν γύρω σου σαν μαύρα πουλιά. Πολλές φορές ένα δέντρο αρκεί για να ξεκουραστείς στο όνειρό σου κι ένα γυάλινο κρεβάτι μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος της ψυχής σου που είναι λευκή σαν νύφη. Μία ομπρέλα μπορεί να σε παρασύρει σε άλλα μέρη, μέρη που δεν είχες φανταστεί. Να κλείσεις την ομπρέλα και να βραχείς μένοντας εκεί ή να σφίξεις την ομπρέλα και αφήσεις τον αέρα να σε πάει στο άγνωστο;


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Φωτογραφίες

Δύο άνθρωποι δίπλα δίπλα σοβαροί, ντυμένοι στα καλά τους. Δεν γελούν ούτε είναι θλιμμένοι. Είναι ανέκφραστοι, σαν να μην βλέπουν, ούτε νοιώθουν άβολα στην θέα του φωτογράφου. Πιο κάτω άλλη μία φωτογραφία ενός παιδιού. Όμοια κι εκεί. Εικόνες μιας διαφορετικής στιγμής η κάθε μία παραταγμένη στον τοίχο. Κανείς δεν κλαίει, γιατί; Υπάρχει ζωή χωρίς κλάμα; Είναι όλοι τους άνθρωποι των (τουλάχιστον) 9:00 με 17:00; Γιατί οι άνθρωποι περπατούν στον δρόμο ανέκφραστοι όπως στις φωτογραφίες; Μερικοί γελάνε αλλά κανείς δεν κλαίει, πως ονομάζεσαι άνθρωπος χωρίς να κλαις; Κι αν κλαίνε γιατί κρύβονται ώστε κανείς να μην τους φωτογραφίζει; Φοβούνται μήπως οι προσόψεις τους χαρακτηριστούν άνθρωποι; Μήπως νοιώσουν την ζωή και αποσυντονιστούν από το τίποτα που ούτε δίνει ούτε παίρνει;

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Βυθός

Tώρα που με ξύπνησες δεν θα σ' αφήσω να κοιμηθείς μέχρι να με μεθύσεις ζωή.
Ζωή αληθινή.
Θα πιω εγώ αλλά θα την γευτείς κι εσύ. Πρέπει όμως να πιω πρώτος γιατί με άφησες στεγνό για χρόνια.
Μόνο τότε θα σε δεχτώ.
Τότε η φωνή, θα γίνει δική σου φωνή.
Τότε οι πράξεις, θα γίνουν πράξεις δικές σου.
Τότε η σκέψη, θα γίνει δική σου σκέψη.
Τότε το θέλω, θα γίνει δικό σου θέλω.
Τότε όταν κοιμάσαι, θα σχεδιάζω τα επόμενα όνειρά σου.
Τότε ο έρωτας, θα γίνει πίσσα σκοτεινός και θα τραβάει τα σωθικά σου από τ' άντερα κι απάνω.
Τότε η αγάπη θα γίνει διάφανη και μέσα της θα μετρήσεις το άπειρο.
Τότε εκείνος στον καθρέπτη θα γίνει εσύ.
Μην με αφήσεις να κοιμηθώ.
Μην μου στερήσεις την ζωή. Γιατί είναι η δική σου ζωή κι εγώ είμαι εσύ.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Διασταύρωση

Σταματημένος στο φανάρι παρακολουθώ την κυρία Αμφιβολία να διασχίζει το δρόμο. Κρατά σφιχτά στο χέρι τόσα λουριά όσα οι υποθετικοί και διστακτικοί σύνδεσμοι που σέρνει μαζί της. Εκείνοι με την σειρά τους σαν πιστά κατοικίδια με κοιτούν και επιδεικνύουν τα κοφτερά τους δόντια.
Δαγκώνουν ώρες ύπνου.
Δαγκώνουν την ζωή μου.
Ύστερα δίνουν τα κομμάτια στην κυρία Αμφιβολία. Κι αυτή παχαίνει, γίνεται ολοένα πιο δυσκίνητη, ολοένα πιο άσχημη. 
Βγάζω το φωτόσπαθό μου για να την σκοτώσω, το ενεργοποιώ μα δεν ανάβει ακριβώς. Τρεμοπαίζει το φως του σαν μισοκαμμένη λάμπα, δεν έχει ενέργεια, δεν έχει ένταση. Προσπαθώ να την πληγώσω αλλά εκείνη μόνο γαργαλιέται και γελά.
Τρέχω πίσω στο αυτοκίνητο. 
Το φανάρι ανάβει πράσινο, ο κύριος Χρόνος με τον οδοστρωτήρα από πίσω κορνάρει. Καλοσύνη του που με ειδοποίησε, θα μπορούσε κάλλιστα να με είχε συνθλίψει σε εκείνη την διασταύρωση.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Αντικείμενο

Κοίταξε τα σχέδια ακόμα μία φορά. Σήκωσε το κεφάλι. Στεκόταν μπροστά του.
Εκεί.
Ίδιο.
Τέλειο.
Έκλεισε τα μάτια και γλίστρησε το χέρι του πάνω στην επιφάνειά του. Ρίγος τον διαπέρασε κι ένα διακριτικό χαμόγελο σχημάτισαν τα χείλη του.
Ύστερα κάθισε απέναντί του και το κοίταζε ώρες σαν να είχε γίνει αντικείμενο κι αυτός, σαν το δημιούργημά του να τον απορρόφησε. Ακόμα κι εγώ - ο αφηγητής - βαρέθηκα να τον παρακολουθώ. Για μια στιγμή νόμισα πως θα σηκωθεί το δημιούργημα και θα φύγει ενώ εκείνος θα έμενε εκεί, μία πέρα για πέρα δικαίωση όλων των άψυχων στο κόσμο αυτό.
Μετά από 2 μέρες ακινησίας γύρισε και με κοίταξε. Άρχισε να βρίζει και να χοροπηδά με μανία από τα νεύρα του. Ύστερα σώπασε, κατέβασε το κεφάλι, μου πέταξε την καρέκλα του κι έφυγε.
Αναγκαστικά έκατσα εγώ στην θέση του για να τελειώσω την ιστορία. Πήγα κι εγκαταστάθηκα ακριβώς στο ίδιο σημείο που βρισκόταν εκείνος πριν λίγο.
Ένα κατακόρυφο φως - δημιουργούσε έναν φωτεινό κύκλο που χωρούσε ακριβώς εμένα στην μία άκρη και το αντικείμενο στην άλλη άκρη του - φανέρωνε ένα αδιανόητο δημιούργημα. Εκτός του κύκλου δεν είχα ιδέα τι υπήρχε τριγύρω, ίσως το απόλυτο τίποτα, το κενό.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα καρφωμένος στην καρέκλα να κοιτάζω. Αμέτρητες, ακατανόητες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Κι αυτό ακριβώς μου άρεσε. Ένας νέος κόσμος φαντασίας ενεργοποιήθηκε. Δεν πεινούσα, δεν νύσταζα. Αισθανόμουν δυνατός κι αυτάρκης. Μα μετά 2 μέρες η εικόνα του αντικειμένου δεν ήταν αρκετή να με αποχαυνώνει. Σηκώθηκα, το ακούμπησα, έβαλα το αφτί μου πάνω του - απόλυτη σιωπή, παρατήρησα όλες τις ανακλάσεις του φωτός πάνω του. Αποστήθισα όλες τις πτυχώσεις του και την μορφολογία. Ένοιωσα μόνος γιατί ήμουν μόνος. Τι έκανα δίπλα σε αυτή την αλλόκοτη μαλακία; Σε αυτή την σκέψη το φως άρχισε να συρρικνώνει την δέσμη φωτός πάνω από το κεφάλι μου, το αντικείμενο χάθηκε στο σκοτάδι. Κι ύστερα χάθηκα κι εγώ μέσα σε αυτό.
Και δεν έμεινε κανείς στο σκηνικό να τελειώσει την ιστορία.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Fur Alina.

Είμαστε άσπρες λέξεις σε μαύρο φόντο. Μιλάμε εκ μέρους του γράφοντος. Δημιουργούμε τραίνα σκέψεων, καλώδια που ενώνουν, φορτίζουν, σκοτώνουν. Προσβάλουμε κατά πως συντασσόμαστε. Αγαπάμε επίσης. Ταξιδεύουμε, ξαναδιαβαζόμαστε, αναβιώνουμε στιγμές. Είμαστε αποτυπώματα. Αγκαλιάζουμε, μεταφέρουμε κρυφά μηνύματα ντροπαλών ανθρώπων. Μένουμε εκεί όπου μας αφήνουν και χανόμαστε όταν το μέσο αποτύπωσης φθαρεί, σκιστεί. Μόνες, σε παράταξη, στεκόμαστε με στόμφο ή κακομούτσουνες μέσα σε βιβλίο ή πάνω σε ένα χαρτί περιμένοντας να αναγνωστούμε. Να γίνουμε ήχοι στον αέρα ή στο μυαλό εκείνου που διαβάζει.

Κι εν τέλει να σου πούμε αυτό που σου συμβαίνει όταν μας γράψεις και να στεκόμαστε εκεί να στο θυμίζουμε, γιατί είμαστε δικές σου.