Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Αντικείμενο

Κοίταξε τα σχέδια ακόμα μία φορά. Σήκωσε το κεφάλι. Στεκόταν μπροστά του.
Εκεί.
Ίδιο.
Τέλειο.
Έκλεισε τα μάτια και γλίστρησε το χέρι του πάνω στην επιφάνειά του. Ρίγος τον διαπέρασε κι ένα διακριτικό χαμόγελο σχημάτισαν τα χείλη του.
Ύστερα κάθισε απέναντί του και το κοίταζε ώρες σαν να είχε γίνει αντικείμενο κι αυτός, σαν το δημιούργημά του να τον απορρόφησε. Ακόμα κι εγώ - ο αφηγητής - βαρέθηκα να τον παρακολουθώ. Για μια στιγμή νόμισα πως θα σηκωθεί το δημιούργημα και θα φύγει ενώ εκείνος θα έμενε εκεί, μία πέρα για πέρα δικαίωση όλων των άψυχων στο κόσμο αυτό.
Μετά από 2 μέρες ακινησίας γύρισε και με κοίταξε. Άρχισε να βρίζει και να χοροπηδά με μανία από τα νεύρα του. Ύστερα σώπασε, κατέβασε το κεφάλι, μου πέταξε την καρέκλα του κι έφυγε.
Αναγκαστικά έκατσα εγώ στην θέση του για να τελειώσω την ιστορία. Πήγα κι εγκαταστάθηκα ακριβώς στο ίδιο σημείο που βρισκόταν εκείνος πριν λίγο.
Ένα κατακόρυφο φως - δημιουργούσε έναν φωτεινό κύκλο που χωρούσε ακριβώς εμένα στην μία άκρη και το αντικείμενο στην άλλη άκρη του - φανέρωνε ένα αδιανόητο δημιούργημα. Εκτός του κύκλου δεν είχα ιδέα τι υπήρχε τριγύρω, ίσως το απόλυτο τίποτα, το κενό.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα καρφωμένος στην καρέκλα να κοιτάζω. Αμέτρητες, ακατανόητες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Κι αυτό ακριβώς μου άρεσε. Ένας νέος κόσμος φαντασίας ενεργοποιήθηκε. Δεν πεινούσα, δεν νύσταζα. Αισθανόμουν δυνατός κι αυτάρκης. Μα μετά 2 μέρες η εικόνα του αντικειμένου δεν ήταν αρκετή να με αποχαυνώνει. Σηκώθηκα, το ακούμπησα, έβαλα το αφτί μου πάνω του - απόλυτη σιωπή, παρατήρησα όλες τις ανακλάσεις του φωτός πάνω του. Αποστήθισα όλες τις πτυχώσεις του και την μορφολογία. Ένοιωσα μόνος γιατί ήμουν μόνος. Τι έκανα δίπλα σε αυτή την αλλόκοτη μαλακία; Σε αυτή την σκέψη το φως άρχισε να συρρικνώνει την δέσμη φωτός πάνω από το κεφάλι μου, το αντικείμενο χάθηκε στο σκοτάδι. Κι ύστερα χάθηκα κι εγώ μέσα σε αυτό.
Και δεν έμεινε κανείς στο σκηνικό να τελειώσει την ιστορία.