Σταματημένος στο φανάρι παρακολουθώ την κυρία Αμφιβολία να διασχίζει το δρόμο. Κρατά σφιχτά στο χέρι τόσα λουριά όσα οι υποθετικοί και διστακτικοί σύνδεσμοι που σέρνει μαζί της. Εκείνοι με την σειρά τους σαν πιστά κατοικίδια με κοιτούν και επιδεικνύουν τα κοφτερά τους δόντια.
Δαγκώνουν ώρες ύπνου.
Δαγκώνουν την ζωή μου.
Ύστερα δίνουν τα κομμάτια στην κυρία Αμφιβολία. Κι αυτή παχαίνει, γίνεται ολοένα πιο δυσκίνητη, ολοένα πιο άσχημη.
Δαγκώνουν ώρες ύπνου.
Δαγκώνουν την ζωή μου.
Ύστερα δίνουν τα κομμάτια στην κυρία Αμφιβολία. Κι αυτή παχαίνει, γίνεται ολοένα πιο δυσκίνητη, ολοένα πιο άσχημη.
Βγάζω το φωτόσπαθό μου για να την σκοτώσω, το ενεργοποιώ μα δεν ανάβει ακριβώς. Τρεμοπαίζει το φως του σαν μισοκαμμένη λάμπα, δεν έχει ενέργεια, δεν έχει ένταση. Προσπαθώ να την πληγώσω αλλά εκείνη μόνο γαργαλιέται και γελά.
Τρέχω πίσω στο αυτοκίνητο.
Τρέχω πίσω στο αυτοκίνητο.
Το φανάρι ανάβει πράσινο, ο κύριος Χρόνος με τον οδοστρωτήρα από πίσω κορνάρει. Καλοσύνη του που με ειδοποίησε, θα μπορούσε κάλλιστα να με είχε συνθλίψει σε εκείνη την διασταύρωση.